μικροπρεπής — ής, ές γεν. ούς, αιτ. ή, πληθ. ουδ. ή, και μικρόπρεπος, η, ο αυτός που συμπεριφέρεται με μικροπρέπεια, αναξιοπρεπής: Μικροπρεπής πράξη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μικροπρεπής — μῑκροπρεπής , μικροπρεπής petty masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μικροπρεπῆ — μῑκροπρεπῆ , μικροπρεπής petty neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) μῑκροπρεπῆ , μικροπρεπής petty masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) μῑκροπρεπῆ , μικροπρεπής petty masc/fem acc sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μικροπρεπέστερον — μῑκροπρεπέστερον , μικροπρεπής petty adverbial comp μῑκροπρεπέστερον , μικροπρεπής petty masc acc comp sg μῑκροπρεπέστερον , μικροπρεπής petty neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ευτελής — ές (ΑΜ εὐτελής, ές) 1. αυτός που έχει χαμηλή τιμή, φθηνός, προσιτός, οικονομικός, ολιγοδάπανος, ολιγοέξοδος 2. (συνεκδ. για καταστάσεις, ιδιότητες, ενέργειες, πράγματα) ανάξιος λόγου, αυτός που είναι κατώτερης ποιότητας, ο μειονεκτικός, ο… … Dictionary of Greek
μικρ(ο)- — (ΑΜ μικρ[ο]) τύπος «σύνθετου υποκοριστικού» (πρβλ. λιγο , χαμο , υπο κ.ά.) που ανάγεται στο επίθ. μικρός*. Δηλώνει σμίκρυνση ή υποκορισμό τής σημ. τού β συνθετικού, ενώ χρησιμοποιείται και για να προσδώσει μειωτική σημ. στο β συνθετικό (πρβλ.… … Dictionary of Greek
μικροπρεπεύομαι — και μτγν. τ. σμικροπρεπεύομαι (Α) [μικροπρεπής] είμαι μικροπρεπής, φέρομαι με μικροπρέπεια … Dictionary of Greek
μικροπρεπεῖ — μῑκροπρεπεῖ , μικροπρεπής petty masc/fem/neut nom/voc/acc dual (attic epic) μῑκροπρεπεῖ , μικροπρεπής petty masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μικροπρεπεῖς — μῑκροπρεπεῖς , μικροπρεπής petty masc/fem acc pl μῑκροπρεπεῖς , μικροπρεπής petty masc/fem nom/voc pl (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μικροπρεπές — μῑκροπρεπές , μικροπρεπής petty masc/fem voc sg μῑκροπρεπές , μικροπρεπής petty neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)